- παρανατελλω
- παρανατέλλωπαρ-ανατέλλωпоэт. παραντέλλω подниматься рядом, воздвигаться возле Diod., Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παρανατέλλω — και ποιητ. τ. παραντέλλω, ΜΑ [ανατέλλω / αντέλλω] (για αστέρα) ανατέλλω, αναφαίνομαι κοντά σε κάποιον αρχ. 1. (για οικοδομή) κατασκευάζομαι κοντά σε κάποια άλλη 2. (για την ημέρα) ανατέλλω 3. σηκώνω κάτι ψηλά … Dictionary of Greek
παρανατολή — ἡ, Α [παρανατέλλω] ταυτόχρονη ανατολή δύο αστέρων … Dictionary of Greek
παραντέλλω — Α (ποιητ. τ.) βλ. παρανατέλλω … Dictionary of Greek